ἀπλησίαστος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απλησίαστος — η, ο (AM ἀπλησίαστος, ον) αυτός που δεν μπορεί να τον πλησιάσει κανείς, απρόσιτος νεοελλ. (για ανθρώπους) αυστηρός, δυσπρόσιτος … Dictionary of Greek
απλησίαστος, -η — ο αζύγωτος, απρόσιτος: Είναι άνθρωπος δύσκολος, απλησίαστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπλησιάστως — ἀπλησίαστος adverbial ἀπλησίαστος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλησίαστον — ἀπλησίαστος masc/fem acc sg ἀπλησίαστος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλησιάστοις — ἀπλησίαστος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπλησίαστοι — ἀπλησίαστος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπλατος — ἄπλατος, ον (Α) [πελάζω] 1. αυτός τον οποίο δεν μπορεί να πλησιάσει κανείς, απλησίαστος 2. φοβερός, τερατώδης, πελώριος … Dictionary of Greek
άσωστος — και ανέσωστος και άσωτος, η, ο (AM ἄσωστος, ον) [σώζω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν σώθηκε, που δεν έχει καταναλωθεί, ανεξάντλητος, ατέλειωτος 2. ελλιπής, ασυμπλήρωτος 3. αυτός που δεν έχει ακόμη διασωθεί 4. αυτός που δεν μπορεί να τον φτάσει κανείς … Dictionary of Greek
άφθαστος — και άφταστος, η, ο 1. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να φθάσει ή να προλάβει κανείς λόγω της ταχύτητάς του 2. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να φθάσει λόγω του ύψους («άστρο άφταστο») 3. (για καρπούς που μαζεύονται με τα χέρια) ο αμάζευτος 4.… … Dictionary of Greek
αγριόγατος — Σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας των αιλουροειδών. Οι α. ζουν στα πυκνά δάση της ανατολικής και της κεντρικής Ευρώπης. Ζουν επίσης σε διάφορες περιοχές της ορεινής Σκοτίας. Είναι ζώα επικίνδυνα. Το σώμα τους είναι πιο μεγάλο από της… … Dictionary of Greek